-
1 τσεμπέρι
[цэмбэри] ουσ. о. косынка, головной платок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τσεμπέρι
-
2 косынка
-
3 платок
платок м η μαντίλα* το τσεμπέρι* носовой \платок το μαντίλι* * *мη μαντίλα; το τσεμπέριносово́й плато́к — το μαντίλι
-
4 косынка
косынкаж τό τσεμπέρι, ὁ κεφαλόδεσμος. -
5 платок
платокм1. τό σάλι (шаль) / τό κεφα-λόπανο, τό τσεμπέρι, τό φακιόλι (косынка)·2. (носовой) τό μαντήλι, τό ρηνό-μακτρο[ν]. -
6 шарф
шарфм ἡ σάρπα/ τό τσεμπέρι (женский)! τό κασκόλ (кашне). -
7 косынка
[κασύνκα] ουσ. Θ. τσεμπέρι -
8 шарф
[σάρφ] ουσ. α. τσεμπέρι, κασκόλ -
9 косынка
[κασύνκα] ουσ θ τσεμπέρι -
10 шарф
[σάρφ] ουσ α τσεμπέρι, κασκόλ -
11 головной
επ.1. κεφαλικός, του κεφαλιού•-ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•
головной мозг εγκέφαλος•
головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•
головной убор καπέλλο•
-ая вощь ψείρα του κεφαλιού•
-ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.
2. ο επικεφαλής•головной батальон το επικεφαλής τάγμα,
εκφρ.головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το. -
12 фаншон
-а α.το τσεμπέρι.
См. также в других словарях:
τσεμπέρι — τσεμπέρι, το και τσιμπέρι, το (λ. τουρκ.), γυναικείο μαντίλι του κεφαλιού από λεπτό ύφασμα, η μαντίλα, το φακιόλι, το τουλπάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεμπέρι — και τσιμπέρι, το, Ν μαντίλι για το κεφάλι, κεφαλόδεσμος, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cember] … Dictionary of Greek
γεμενί — το 1. έγχρωμο και διαφανές κάλυμμα τής κεφαλής, κν. τσεμπέρι, φακιόλι 2. πληθ. τα γεμενιά οι παντόφλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yemeni, από την ονομασία τής χώρας Υεμένη] … Dictionary of Greek
καθάπλωμα — καθάπλωμα, τὸ (Α) [καθαπλώ] κάλυμμα τού κεφαλιού, τσεμπέρι, κεφαλόδεσμος … Dictionary of Greek
καλεμικέρι — και καλεμκερί, το λεπτό και διαφανές βαμβακερό κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών με έντυπα σχεδιάσματα, τσεμπέρι, μπόλια, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
μαντίλα — η (Μ μανδήλα και μαντήλα) 1. μεγάλο μαντίλι 2. τραπεζομάντιλο νεοελλ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι 2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα 3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό… … Dictionary of Greek
μπόλια — η (Μ μπόλια) γυναικείο κάλυμμα τού κεφαλιού, μαντίλι, τσεμπέρι νεοελλ. 1. προσόψιο, πετσέτα 2. το επίπλοο τών ζώων που σφάζονται, αλλ. ξιγκιά, σκέπη, τσίπα μσν. ποδιά, ύφασμα που ζώνεται στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. imbolia] … Dictionary of Greek
σουβρίκιον — τὸ, Α (υποκορ. τού σουβρικός) καλύπτρα κεφαλής, τσεμπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subricula, υποκορ. τού subrica (πρβλ. σουβρικός)] … Dictionary of Greek
συδοροκέφαλον — τὸ, Α ελαφρό κάλυμμα τής κεφαλής, τσεμπέρι … Dictionary of Greek
φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek